ορειτροφείσθαι

ορειτροφείσθαι
ὀρειτροφεῑσθαι, τὸ (Μ)
η τροφή και διαβίωση στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απρμφ. ενός αμάρτυρου ρ. *ὀρειτροφῶ < ὀρείτροφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”